Φοινικογενης

Φοινικογενης
    Φοινικογενής
    Φοινῑκο-γενής
    2
    рожденный в Финикии
    

(τέκνον Εὐρώπης Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Φοινικογενης" в других словарях:

  • φοινικογενής — ές, Α αυτός που γεννή. θηκε στη Φοινίκη ή αυτός που κατάγεται από το γένος τών Φοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος «ο κάτοικος τής Φοινίκης» + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Θηβαι γενής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικογενοῦς — φοινικογενής Phoenicianborn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»